Σαν σχολνούσα από την πρωινή μου βάρδια, συνήθιζα να ταξιδεύω ίσαμε το τελευταίο σύνορο της πλευστής μου χώρας που δεν ήταν άλλη από ένα γέρικο φορτηγό πλοίο με το όνομα CAVO-NANI.
Δεν ήταν δα και μακριά.. 299 μέτρα μήκος είχε η μικρή μου πατρίδα.
Ούτε καν 300. Τα διέσχιζα καθημερινά με αγονία κι ευχαρίστηση. Σαν έφτανα στο πιο πλωριό σημείο, ξάπλωνα στο πανιόλο έτσι ώστε το κεφάλι μου να προεξέχει ολάκερο από την πλώρη. Το σώμα μου γινόταν ένα με την λαμαρίνα και την σκουριά. Ένιωθα την πλώρη να δονείται από την αγωνιώδη προσπάθεια της προπέλας να σπρώξει το πλοίο μακριά και καθώς τα κύματα έσκαγαν με δύναμη πάνω στο γερασμένο μας σκαρί, εγώ ρουφούσα αχόρταγα την μυρωδιά της θάλασσας. Το πρόσωπό μου γέμιζε αλμύρα και μικρά πολύχρωμα ουράνια τόξα εμφανίζονταν και χάνονταν ξαφνικά μέσα σε ένα μαγευτικό χορό με τα κύματα και τον ήλιο, που μη θέλοντας να χάσει το πανηγύρι όριζε το είδωλό του μαέστρο της ορχήστρας. Που και που κάποιο χελιδονόψαρο άφηνε το υγρό του καταφύγιο κι ανοίγοντας τα φτερά του σαν άλλος Ίκαρος, πετούσε μακριά, παίρνοντας έτσι κι αυτό μέρος στην γιορτή. Μερικές φορές ήμουν πιο τυχερός. Κάποιο μπουλούκι από σταχτοδέλφινα μας έπαιρνε γραμμή κι έρχονταν να παίξει μαζί μας, σαν τα τσιγγανάκια που μυρίστηκαν χαβαλέ και πατιρντί.. Έ ρε γλέντια και χαρά. Ποιο θα προσπεράσει πρώτο, ποιο θα κάνει την πιο καλή φιγούρα και το πιο όμορφο κόλπο. Εγώ τους έδινα αμέσως ονόματα και φώναζα δυνατά παροτρύνοντας τα. Αχ να τα ’βλεπες πως καναν. Δεν ξέρω ποιος χαίρονταν πιο πολύ, εγώ που τα ‘βλεπα να χορεύουν ή αυτά που μ’ άκουγαν να τα χειροκροτώ. Μαγεία σας λέω. Μαγεία!
Μα τότε, εκεί που το τραγούδι κι ο χορός ήταν στα καλύτερά τους, το πάρτι τελείωνε ξαφνικά. Τα σταχτοδέλφινα σκόρπισαν βιαστικά και τρομαγμένα. Μια απόκοσμη σκιά ξεπρόβαλε από τα βάθη του ωκεανού. Στην αρχή θολή και γκρίζα, μα καθώς ανέβαινε γινόταν μαύρη κι απειλητική σαν τα σκυλιά που σε τρομάζουν στο σκοτάδι. Ένα πτερύγιο έσκισε σαν λεπίδι την θάλασσα. Μέχρι κι ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ’ ένα σύννεφο θέλοντας να δείξει τον θυμό του. Ο μεγάλος θηρευτής, έχοντας πλήρη επίγνωση της σκοτεινής του δύναμης και του φόβου που προκαλεί, προπορεύτηκε για λίγο κι έπειτα χάθηκε ξανά στο σκοτεινό του βασίλειο, αδιαφορώντας πλήρως για το άχαρο κι αργό σιδερένιο μας καράβι.
Η ώρα είχε είδη περάσει κι έπρεπε σύντομα να κάνω τα 299 βήματα της επιστροφής, που θα με οδηγούσαν ξανά στην αρρωστημένη ζέστη και τον απόκοσμο θόρυβο της μηχανής. Πόσο άσχημα και γκρίζα μου φαίνονταν όλα εκεί… Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. Το μόνο που μου έδινε κουράγιο να συνεχίσω, ήταν πως μέσα σ’ αυτό το γέρικο πλευστό μου σπίτι, που μέσα του βασίλευε η κακία και η ψευτιά, εγώ είχα βρει ένα μικρό παράθυρο στην πλώρη κι έβλεπα πώς μπορεί να ΄ναι ο παράδεισος. Και ήταν όμορφα πολύ! Τόσο όμορφα που κάθε φορά που ξεκινούσα για κει, μετρούσα ένα, ένα τα βήματά μου. Σε κάθε βήμα προσπαθούσα να ανακαλέσω στην μνήμη τις πιο ωραίες μου στιγμές, τα πιο ζωντανά χρώματα, το άρωμα της γης και το πιο νόστιμο φαγητό του κόσμου, αυτό της μάνας. Κάθε βήμα κι ένα συναίσθημα, μια γλυκιά ανάμνηση. Κάθε γλυκιά ανάμνηση κι ένας λόγος να μην κάνω το τριακοστό βήμα. Αυτό που τόσο επιθυμούσα.
Βασίλης Ιωαννίδης
Cavo Nani
Gulf of Mexico
July 1995
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου